Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Κάτουλλος 48


Τα μελένια σου μάτια, Γιουβέντιε,
αν με άφηναν να τα φιλώ διαρκώς
ίσα με τριακόσιες χιλάδιες φορές θα φιλούσα
κι ούτε ποτέ θα φαινόμουν χορτάτος
αν πιο πυκνή από στάχια ξερά
δε γινόταν των φιλιών μας η σοδειά.

Κάτουλλος 95



Η Σμύρνα του Κίννα μου ύστερα από τον ένατο εν τέλει θέρο
            απ’ ότε άρχισε και από τον ένατο βγήκε χειμώνα,
στο μεταξύ πεντακόσες χιλιάδες λέξεις άστοχες διηνεκώς
            στην καθισιά του αραδιάζει ο Ορτήνσιος.
Η Σμύρνα στα έγκατα θα φτάσει των αγίων υδάτων του Σατράχου,
            τη Σμύρνα αλαργινός αιώνας ασπρομάλλης θα διαβάζει.
Αλλά το Χρονικό του Βολούσιου στην Πάδουα στον τόπο θα πεθάνει
            και σε σκουμπριά συχνά χαλαρούς θα προσφέρει χιτώνες.

95b
Το μικρό του φίλου μου το ενθύμιο ας είναι στην καρδιά μου
           κι ο λαός ας χαίρεται με τον πρησμένο Αντίμαχο.

Κάτουλλος 68Α




Ότι από συμφορά και τύχη συνθλιμμένος πικρή
            τούτο μου στέλνεις το σημείωμα με δάκρυα γραμμένο,
 για να εμψυχώσω ναυαγό που του πελάου τα κύματα
            ξέβρασαν κι απ’ του Χάρου να τον σώσω το κατώφλι,
αυτόν που ούτε η ιερή η Αφροδίτη μ’ απαλό να γαληνέψει ύπνο
            στέργει σ’ εργένικη παρατημένον κλίνη,
ούτε με των αρχαίων τη γλυκιά ωδή των γραφών οι Μούσες
            τον ευφραίνουν, σαν ο νους αγρυπνά ανήμερος:
αυτό με ευχαριστεί, μιας και φίλο σου με λες
            και τα δώρα των Μουσών από δω ζητάς και της Κύπριδος.
Αλλά για να μη σου είναι άγνωστες οι συμφορές μου, Μάλλιε,
            κι ούτε να λογάς πως της ξενίας μισώ το καθήκον,
άκου σε πoια κύματα της τύχης βουλιάζω ο ίδιος,
            άλλο να μη ζητάς από κακότυχο δώρα μακάρια.
Απ’ τον καιρό που πρώτα μου δόθηκε χιτώνας αγνός,
            όταν γλυκιά ζούσε άνοιξη της νιότης ο ανθός,
αρκετά πολύ έπαιξα: και στη θεά δεν είμαστε άγνωστοι,
            που γλυκιά σμίγει με έγνοιες πικρία.
 Αλλ’ όλην αυτήν τη σπουδή με θρήνο αδελφικός θάνατος
            μου 'κλεψε. Ω απ’ εμέ αδελφέ στερημένε τον άμοιρο,
συ πεθαίνοντας, συ τσάκισες, αδελφέ, τα αγαθά μου,
            με μιας όλη μας η οικία θάφτηκε.
Όλες μαζί σου με μιας χάθηκαν οι χαρές μας,
            που έτρεφε στη ζωή η γλυκιά σου αγάπη.
Με το χαμό του απ’ το νου μου ολάκερο εξόρισα
            τούτες τις σπουδές κι όλες τις ηδονές του πνεύματος.
Γι’ αυτό, αυτό που γράφεις, «ντροπή σου, Κάτουλλε, να ‘σαι
            στη Βερόνα, τι εδώ κάποιος από στόφα ανώτερη
τα κρύα σ’ αδειανό ζεσταίνει μέλη κρεβάτι»,
            αυτό, Μάλλιε, ντροπή δεν είναι αλλά θλίψη.
Γι’ αυτό θα συγχωρέσεις αν, όσα μου 'κλεψε ο θρήνος,
            τούτα τα δώρα, σα δεν μπορώ, δε σου δίνω.
Τι άφθονες πηγές συγγραφών δεν έχω μαζί μου
            κι έτσι είναι τα πράματα, γιατί στη Ρώμη ζούμε:
αυτή το σπίτι, αυτή η έδρα μου, εκεί ζω τη ζωή μου·
            εδώ ένα απ’ τα πολλά κιβώτια με ακολουθεί.
Μιας κι έτσι είναι, δε θα ‘θελα να κρίνεις πως κακόβουλα
            έτσι πράττουμε με πνεύμα όχι αρκούντως γαλαντόμο,
τι άφθονα τίποτα απ’ ό,τι ζήτησες δεν έλαβες:
           μετά χαράς θα πρόσφερα, αν είχα τα αγαθά μου.