Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Κάτουλλος 67




Ω χάρμα του γλυκού ανδρός, ω χάρμα του πατρός,
χαίρε, κι είθε ο Ζευς να σ’ευλογεί με όλα τα αγαθά,
εξώπορτα, που λένε πως τον Βάλβο ευλαβικά υπηρέτησες
πάλαι ποτέ, όταν ο ίδιος ο γέρος τον οίκο κατείχε,
αν κι αναφέρουν πως αντίθετα το γιο με φθόνο υπηρέτησες,
                όταν παντρεύτηκε σαν κήδευσαν το γέρο.
Εμπρός πες μας, γιατί διαδίδεται πως άλλαξες  
                και την πίστη την παλιά στον κύρη σου εγκατέλειψες.
«Όχι (έτσι να με χαρεί ο Καικίλιος, που σ’ αυτόν τώρα ανήκω)
                δεν είναι σφάλμα μου, όσο κι αν λέγεται πως είναι
κι ούτε κανείς μπορεί να πει για κάποιο αμάρτημά μου:
                αλλά ξέρεις τι λέει ο λαός, «για όλα φταίει η πόρτα»  
κι όποτε καμία πράξη άσχημη βγαίνει στο φως,
                όλοι φωνάζουν γύρω μου: «εξώπορτα, εσύ φταις».»
Όχι να πεις με μια σου λέξη δεν είναι αρκετό,
                αλλά να κάνεις τον καθένα μας να νοιώσει και να δει.
«Πώς μπορώ; Κανείς δε ρωτά κι ούτε μοχθεί να μάθει.»
                Θέλουμε εμείς: πες μας και μη διστάζεις.
«Πρώτα, λοιπόν, αυτό που λένε πως μας παραδόθηκε παρθένα
                 είναι ψέμα. Μπορεί ο πρώην άντρας της να μην την άγγιξε,
που του κρεμόταν ο σουγιάς πλαδαρότερος απ’ το απαλό παντζάρι
                και ως το μέσο του χιτώνα του δεν του σηκώθηκε ποτέ·
μα ο πατήρ του απατημένου υιού την παστάδα πως μόλυνε
                λέγεται και κρίμα έριξε στην άθλια οικία,
είτε γιατί ο άνομος νους του με τυφλό πυρπολήθηκε πάθος
                ή γιατί νωθρός με στείρο σπέρμα ήταν ο γιος
και κάπως από κάπου έπρεπε να βρεθεί κάτι σκληρότερο
                που να μπορεί της παρθενιάς να λύσει τη ζώνη.»
Υπόδειγμα γονιού μολογάς με θαυμαστή αφοσίωση,
                που ο ίδιος κατούρησε στου γιου του τον κόλπο.
«Κι όμως όχι μόνο γι’ αυτό λέει πως έχει γνώση
                η Βριξία που απλώνεται κάτω απ’ το Κύκνειο ξάγναντο
που ο ξανθός με λαγαρό την διατρέχει ρεύμα ο Μέλλας,
                η Βριξία της Βερόνας μου μητέρα αγαπημένη,
μα και για τον έρωτα του Πόστουμου και του Κορνήλιου λέει,
                μ’ αυτούς κείνη διέπραξε αισχρή μοιχεία.
Κάποιος μπορεί να πει: «Πώς; Εσύ τούτα, εξώπορτα, τα ξέρεις,
                που απ’ το κατώφλι του κύρη στιγμή δεν επιτρέπεται να λείπεις,
κι ούτε να ακούς τον κόσμο, αλλά κάτω απ’ το πρέκι κολλημένη
                απλώς την οικία να ανοιγοκλείνεις συνηθάς;»
Κείνην άκουσα συχνά με κλεφτή φωνή να συζητά
                μόνη της με τις δούλες τούτα τα αίσχη της,
κατονομάζοντας αυτούς που ανέφερα, ελπίζοντας
                ασφαλώς πως ούτε γλώσσα είχα ούτε αφτάκι.
Και κάποιον άλλον πρόσθεσε, που να κατονομάσω
                δε θέλω, μήπως και σηκώσει τα κόκκινα φρύδια του.
Ένας ψηλός είναι, που σε μεγάλη δίκη τον έμπλεξαν άλλοτε  
                απατηλά γεννητούρια ψεύτικης κοιλιάς.