Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Κάτουλλος 39


Ο Εγνάτιος, κάτασπρα μιας κι έχει δόντια
χαμόγελα αστράφτει αδιάκοπα. Αν στο εδώλιο προσέρχονται
του κατηγορουμένου, σαν όλους η υπεράσπιση τους κάνει να δακρύσουν,
χαμόγελα αστράφτει εκείνος. Αν στην κηδεία ευλαβικού παιδιού
θρηνούν, όταν η μάνα κλαίει η έρμη το μοναχογιό,
χαμόγελα αστράφτει εκείνος. Ό,τι κι αν είναι, όπου κι αν είναι,
ό,τι κι αν κάνει, γελάει. Αυτήν την ψώρα έχει,
μήτε κομψή, θαρρώ, μήτε πολιτισμένη.
Γι᾽ αυτό τη συμβουλή μου πρέπει να σου δώσω, καλέ μου Εγνάτιε.
Αν ήσουν απ᾽ την πόλη, ή Σαβίνος ή Τιβουρτίνος
ή Ούμβρος ευτραφής ή Ετρούσκος παχύς
ή Λανουβίνος μελαμψός κι οδοντωτός
ή Τρανσπαδάνος, για να πιάσω και τους δικούς μου,
ή οποιοσδήποτε που παστρικά πλένει τα δόντια του,
πάλι δε θα σε ήθελα χαμόγελα να αστράφτεις αδιάκοπα:
τι απ᾽ το άχαρο χαμόγελο κανένα πράμα πιο άχαρο δεν είναι.
Μα τώρα είσαι Κελτίβηρας: στη γη των Κελτιβήρων
ό,τι ο καθένας κατουρά, μ᾽ αυτό το πρωί συνηθά
τα δόντια και τα ροδαλά του ούλα να τρίβει,
ώστε, όσο πιο γυαλισμένο είναι το δόντι σου,
τόσο πιο πολύ κάτουρο μαρτυρά πως ήπιες.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Κάτουλλος 36



Χρονικό του Βολούσιου, χαρτί χεσμένο,
το τάμα εκπλήρωσε του κοριτσιού μου:
τι στην ιερή την Αφροδίτη και τον Έρωτα
έταξε, αν πίσω της γυρνούσα και σταματούσα
λάβρους να εκσφενδονίζω ιάμβους
να δώσει στο βραδύποδα θεό
να γίνουν παρανάλωμα μαζί με ξύλα άμοιρα
του χείριστου ποιητού τα εκλεκτότερα γραπτά.
Κι αυτά θεώρησε ως χείριστα η κοπέλα
κι έταξε στους θεούς με χάρη και φινέτσα.
Τώρα, ω συ απ’ το γαλάζιο πέλαγο αναδυομένη,
που στο ιερό Ιδάλιο και στους Ουρίους τους ανοιχτούς
και στην Αγκόνα και στην αμμώδη Κνίδο
κατοικείς, στον Αμαθούντα, στους Γολγούς,
και στο Δυρράχιο, το εμπόριο της Αδρίας,
του τάματος κάνε δεκτή την εκπλήρωση,
αν άχαρο και άκομψο δεν είναι.
Μα εσύ στο μετάξυ στις φλόγες να καείς,
γεμάτο χωριατιά και χοντράδες
χρονικό του Βολούσιου, χαρτί χεσμένο.

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Κάτουλλος 35



Στο λεπτό ποιητή, το φίλο μου,
θα ᾽θελα στον Καικίλιο, πάπυρε, να πεις,
να έρθει στη Βερόνα, του Νέου Κόμου
αφήνοντας τα τείχη και τη Λαρία ακτή:
τι θέλω κάποιες σκέψεις να ακούσει
του φίλου του δικού του και δικού σου.
Γιατί, αν είναι συνετός, θα φάει τους δρόμους,
όσο κι αν η λαμπρή κοπέλα χίλιες φορές
θα τον ανακαλεί όταν θα φεύγει, και τα δυο της χέρια
στον τράχηλό του ρίχνοντας να περιμένει θα ζητά,
αυτή που τώρα, αν την αλήθεια μου είπανε,
γι᾽ αυτόνα λιώνει με έρωτα ανεξέλεγκτο.
Τι άπαξ και διάβασε την ατελή
δέσποινα του Δινδύμου, φλόγες την τρώνε
την κακομοιρούλα βαθιά μες στο μεδούλι.
Σε συγχωρώ, κοπέλα της Σαπφικής 
μούσας πολυμαθέστερη: τι άρχισε γοητευτικά
του Καικιλίου η Μεγάλη η Μητέρα.