Ο Εγνάτιος, κάτασπρα μιας κι έχει δόντια
χαμόγελα αστράφτει αδιάκοπα. Αν στο εδώλιο προσέρχονται
του κατηγορουμένου, σαν όλους η υπεράσπιση τους κάνει να δακρύσουν,
χαμόγελα αστράφτει εκείνος. Αν στην κηδεία ευλαβικού παιδιού
θρηνούν, όταν η μάνα κλαίει η έρμη το μοναχογιό,
χαμόγελα αστράφτει εκείνος. Ό,τι κι αν είναι, όπου κι αν είναι,
ό,τι κι αν κάνει, γελάει. Αυτήν την ψώρα έχει,
μήτε κομψή, θαρρώ, μήτε πολιτισμένη.
Γι᾽ αυτό τη συμβουλή μου πρέπει να σου δώσω, καλέ μου Εγνάτιε.
Αν ήσουν απ᾽ την πόλη, ή Σαβίνος ή Τιβουρτίνος
ή Ούμβρος ευτραφής ή Ετρούσκος παχύς
ή Λανουβίνος μελαμψός κι οδοντωτός
ή Τρανσπαδάνος, για να πιάσω και τους δικούς μου,
ή οποιοσδήποτε που παστρικά πλένει τα δόντια του,
πάλι δε θα σε ήθελα χαμόγελα να αστράφτεις αδιάκοπα:
τι απ᾽ το άχαρο χαμόγελο κανένα πράμα πιο άχαρο δεν είναι.
Μα τώρα είσαι Κελτίβηρας: στη γη των Κελτιβήρων
ό,τι ο καθένας κατουρά, μ᾽ αυτό το πρωί συνηθά
τα δόντια και τα ροδαλά του ούλα να τρίβει,
ώστε, όσο πιο γυαλισμένο είναι το δόντι σου,
τόσο πιο πολύ κάτουρο μαρτυρά πως ήπιες.