Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Κάτουλλος 16




Θα σας βιάσω κι απ’ τον κώλο κι απ’ το στόμα,
πούστη Αυρήλιε και Φούριε κουνιστέ,
που απ’ τα στιχάκια μου με κρίνατε,
γιατί είναι τρυφερούτσικα, ξεδιάντροπος πως είμαι.
Τι αγνός οφείλει να ‘ναι ο σεμνός ποιητής
ο ίδιος, τα στιχάκια του δεν έχουν τέτοια ανάγκη·
και αυτά εν τέλει τότε έχουν αλάτι και φινέτσα,
αν είναι τρυφερούτσικα και μάλιστα ξεδιάντροπα,
κι αν μπορούν λάγνους πόθους να ξυπνούν,
δε λέω στα παιδιά, αλλά σ’ αυτούς τους μαλλιαρούς
που σκληρούς δεν μπορούν να σηκώσουνε πούτσους.
Εσείς, για τις πολλές χιλιάδες των φιλιών μου
σαν διαβάσατε, του κάκου αρσενικό με μετράτε;
Θα σας βιάσω κι απ’ τον κώλο κι απ’ το στόμα.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Κάτουλλος 66




Κείνος που όλες τις λάμψεις θεώρησε στο κραταιό στερέωμα
  που δύσεις και ανατολές των άστρων έχει ορίσει,
πώς σκοτεινιάζει η φλογερή του αρπαχτικού ηλίου μαρμαρυγή,
 πώς οι αστερισμοί σε σταθερό υποχωρούνε χρόνο,
πώς την Εκάτη κλεφτά κάτω απ’  το Λάτμιο βράχο εξορίζοντας
έρως γλυκύς στον αιθέριο άξονα ανακαλεί:
αυτός ο ίδιος Κόνων στον ουράνιο θόλο με διέκρινε,
  πλεξούδα από την κορυφή της Βερενίκης,
να λάμπω ξάστερα, εμέ που κείνη στις θεές όλες με έταξε,
  απλώνοντας τα απαλά της χέρια
τότε που ο βασιλιάς ακμαίος από τον νέο υμέναιο
  πήγε των Ασσυρίων τα μέρη να συλήσει,
γλυκά αχνάρια φέροντας παννύχιας διαμάχης
 που απόκτησε σαν κέρδισε της παρθενίας τα λάφυρα.
Μισούν άραγε οι νιόπαντρες την Αφροδίτη; Ή μήπως των γονιών
 τις χαρές με κροκοδείλια δάκρυα ματαιώνουν,
που άφθονα χύνουν στο κατώφλι της γαμήλιας κάμαρας;
  Όχι, έτσι να με συντρέχουν οι θεοί, στα ψέματα στενάζουν.
Τούτο η βασίλισσά μου μ’ έμαθε μ’ ατέλειωτα παράπονα,
 τότε που ο νιόπαντρος άγριες μάχες πήγε να απαντήσει.
Αλλά εσύ ολομόναχη δε θρήνησες το ορφανό κρεβάτι,
 μα ακριβού αδερφού πολύδακρυ αποχωρισμό,
όταν βαθιά σου ‘τρωγε έγνοια το δύστυχο μεδούλι.
  Πώς τότε εσύ συθέμελα στα στήθη ταραγμένη
το νου και τις αισθήσεις έχασες! Κι ας σ’ ήξερα εγώ καλά
  από μικρούλα κοπελιά που ήσουν θαρραλέα.
Μήπως το έργο το γενναίο λησμόνησες, μ’ αυτό που κέρδισες βασιλικό
 κρεβάτι, αυτό που δυνατότερος δεν τόλμησε κανένας;
Αλλά τότε ξεπροβοδίζοντας τον άντρα σου τι λόγια θλιβερά ξεστόμισες!
 Δία, πόσες φορές τα μάτια με το χέρι σου έτριψες!
Ποιος σ’ άλλαξε τόσο τρανός θεός; Ή μήπως επειδή όσοι αγαπούν
 καιρό πολύ μακριά απ’ ακριβό κορμί δε θέλουνε να είναι;
Και τότε εμέ για το γλυκό σου σύζυγο σε όλους τους θεούς
 όχι δίχως ταυρίσιο αίμα με έταξες,
αν πίσω θα γυρνούσε. Αυτός μετά από λίγο χρόνο
 την Ασία υπόδουλη προσέθεσε στα μέρη της Αιγύπτου.
Γι’ αυτά τα έργα εγώ αφού αποδόθηκα στην ουρανία σύναξη,
  αρχαίο τάμα με ανήκουστο καθήκον εκπληρώνω.
Άθελά μου, βασίλισσα, απ’ την κορφή σου αποχώρησα
 άθελά μου: ορκίζομαι σε σε και στο κεφάλι σου,
κι ας πάθει ό,τι του αξίζει αυτός που μάταια σ’ αυτό ορκίστηκε:
 αλλά ποιος με το σίδερο να παραβγεί ποθεί;
Ακόμα κι εκείνο το όρος στα μέρη το μέγιστο, που απάνω του
 περνά ο λαμπρός της Θείας ο γόνος, κατέρρευσε,
σαν οι Μήδοι νιόβγαλτη θάλασσα γέννησαν και σαν νιότη
  βάρβαρη στο μέσο με στόλο έπλευσε του Άθω.
Τι να σου κάνουν τα μαλλιά, όταν τέτοια βουνά στο σίδερο λυγίζουν;
  Δία, των Χαλύβων μακάρι όλο το γένος να χαθεί
κι όποιος πρώτος κάτω απ’ τη γη φλέβες αρχίνισε
 να ψάχνει και του σιδήρου να δαμάζει τη σκληράδα!
Λίγο πριν της νεότμητης κόμης μου τη μοίρα οι αδελφές μου
  θρηνούσαν, όταν του Μέμνονα του Αιθίοπα το αδέρφι
χτυπώντας τον αγέρα με παλλόμενες φτερούγες
 εμφανίστηκε, της Λοκρίδος Αρσινόης ιπτάμενος ίππος,
κι αυτός μες στις αιθέριες σκιές υψώνοντάς με πέταξε μακριά
 και με εναπόθεσε στον κόλπο τον αγνό της Αφροδίτης.
Η ίδια η Ζεφυρίτις κει τον δούλο της απέστειλε,
 έποικος Ελληνίς στις ακτές του Κανώπου.
Κει στου ξάστερου ουρανού το πολυποίκιλο στερέωμα
 για μην είναι μόνο το χρυσό από τον κρόταφο της Αριάδνης
το στέμμα καρφωμένο, αλλά κι εμείς να λάμπουμε
 ταμένα λάφυρα ξανθής κεφαλής,
πιτσιλισμένη απ’ το κύμα αναδυόμενη στων θεών τις οικίες
 άστρο καινό ανάμεσα σε αρχαία η θεά με εναπόθεσε.
Της Παρθένου και του άγριου Λέοντα έτσι αγγίζοντας
  τα φώτα, με την Καλλιστώ ενωμένη του Λυκάονος
στρέφομαι στη δύση, οδηγός μπροστά απ’ το βραδύ Βοώτη
 που αργά μόλις βυθίζεται στου Ωκεανού τα βάθη.
Αλλά αν και τη νύχτα τα χνάρια των θεών με πατούν
 όμως η αυγή στη λευκή την Τηθύ με επαναφέρει,
(με την άδειά σου ας μου επιτραπεί να πω, Ραμνούσια κόρη,
  τι φόβος κανείς δε θα με κάνει την αλήθεια να κρύψω,
ακόμη κι αν τα άστρα με λόγια εχθρικά με διασύρουν,
 την αλήθεια στο στήθος μου κρυμμένη θα αποκαλύψω)
με αυτά τα πράγματα δε χαίρομαι όσο που για πάντα μακριά
  μακριά απ’ της κυράς την κεφαλή βασανίζομαι,
μ’ αυτήν εγώ, όσο παρθένα ακόμα ήταν από όλα άπειρη
  τα αρώματα, μόνο πολλά λιτά μύρα ήπια.
Τώρα σεις, που με φως ποθητό σας ένωσε λαμπάδα
  στους πρόθυμους τα σώματα συζύγους
μην παραδώσετε γυμνώνοντας τα ρούχα πετώντας τις ρώγες
  προτού για μένα γλυκές χοές χύσει ο αλάβαστρος,
ο αλάβαστρός σας, σεις που σ’ αγνό τα δίκαια φυλάτε κρεβάτι.
  Μα όποια το κορμί της έδωσε σε μιαρή πορνεία
αχ, κείνης τα ανίερα δώρα λαφριά να τα πιει σκόνη ανεκπλήρωτα:
  Τι εγώ απ’ ανάξιες καμιά προσφορά δε ζητώ.
Αλλά καλύτερα, νύφες, πάντα ομόνοια στις δικές σας,
 πάντα αγάπη σταθερή να κατοικεί στις οικίες σας.
Όμως εσύ, βασίλισσα, καθώς τα άστρα θωρείς και τη θεία
  με φώτα γιορτινά κατευνάζεις Αφροδίτη,
εμέ τη δικιά σου μην αφήσεις άπειρη να ‘μαι από μύρα,
  αλλά μάλλον μ’ άφθονα δώρα κάνε
τα αστέρια όλο να λεν: «μακάρι να γινόμουνα βασιλική πλεξούδα»
 και δίπλα από τον Υδροχόο ας έλαμπε ο Ωρίων.