Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Κάτουλλος 29


Ποιος να το δει βαστά, ποιος να το υπομείνει,
εξόν κι αν είναι άπληστος, ξεδιάντροπος, πεινάλας,
να ‘χει ο Μαμούρρας της Λυσίκομης της Γαλατίας τα πλούτη
κι ό,τι καλό η έσχατη η Βρεταννία κρατούσε;
Πούστη Ρωμύλε, τα βλέπεις κι υπομένεις;
Και τώρα εκείνος πέρφανα κι απλόχερα
απ’ όλων τα κρεβάτια θα περάσει,
σαν Άδωνις ή σα λευκό περιστεράκι.
Πούστη Ρωμύλε, τα βλέπεις κι υπομένεις;
Είσαι άπληστος, ξεδιάντροπος, πεινάλας.
Για πάρτη του, μοναδικέ μου στρατηγέ,
στην έσχατη της δύσεως τη νήσο έφθασες,
για να καταβροχθίζει διακόσια και τριακόσια
τούτη η γαμημένη πούτσα σας;
Τι είναι τούτο αν όχι ολέθρια απλοχεριά;
Μήπως δεν όργωσε ή δεν ντερλίκωσε αρκετά;
Πρώτα τα πατρικά αγάθα τα ξεκοκκάλισε,
ύστερα έφαγε τα λάφυρα του Πόντου, τρίτη
την Ισπανία, που ο χρυσοφόρος Τάγος την ποτίζει:
Τώρα φόβος για τη Γαλλία και την Αγγλία υπάρχει.
Τι διάολο τον καλοπιάνετε ετούτον;  Ή μήπως είναι ικανός σε
τίποτα εκτός απ’ το να μασουλά κληρονομιές γαρνιρισμένες;
Για πάρτη του, ω άνδρες δικαιότατοι της πόλης,
γαμπρέ και πεθερέ, τα καταστρέψατε όλα;

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Κάτουλλος 99

Σου ‘κλεψα καθώς έπαιζες, μελένιε μου Γιουβέντιε,
 ένα φιλάκι πιο γλυκό απ’ τη γλυκιά αμβροσία.
Όμως το πλήρωσα ακριβά: τι πάνω από μια ώρα
 με κάρφωσες θυμάμαι στον πιο ψηλό σταυρό,
ενώ ξεκάθαρα απολογιόμουν μα μ’ όλα μου τα δάκρυα δεν μπόρεσα
 έστω λιγάκι τη σκληρή καρδιά σου να απαλύνω.
Τι μόλις έγινε η πράξη, ξέπλυνες τα χειλάκια σου με
 άφθονες σταγόνες, με τα απαλά τα δαχτυλάκια σου σκουπίζοντάς τα,
για να μη μείνει μόλυνση από το στόμα μου καμιά,
 λες κι ήταν σάλια βρομερά κατουρημένης σκύλας.
Κι ύστερα εμέ τον άμοιρο παρέδωσες στο φθονερό τον Έρωτα 
 που να με τυραννά δεν έπαψε με κάθε τρόπο,
κι έτσι από γλυκιά αμβροσία μου άλλαξε αμέσως κι έγινε τούτο
 το φιλάκι πιο πικρό απ’ το πικρό φαρμάκι.
Αλλά αφού τέτοια ποινή στον άμοιρο τον έρωτα ορίζεις
 στο εξής κι εγώ ποτέ ξανά φίλημα δε θα κλέψω.