Ποιος να το δει
βαστά, ποιος να το υπομείνει,
εξόν κι αν είναι άπληστος,
ξεδιάντροπος, πεινάλας,
να ‘χει ο
Μαμούρρας της Λυσίκομης της Γαλατίας τα πλούτη
κι ό,τι καλό η
έσχατη η Βρεταννία κρατούσε;
Πούστη Ρωμύλε, τα
βλέπεις κι υπομένεις;
Και τώρα εκείνος
πέρφανα κι απλόχερα
απ’ όλων τα
κρεβάτια θα περάσει,
σαν Άδωνις ή σα
λευκό περιστεράκι.
Πούστη Ρωμύλε, τα
βλέπεις κι υπομένεις;
Είσαι άπληστος,
ξεδιάντροπος, πεινάλας.
Για πάρτη του,
μοναδικέ μου στρατηγέ,
στην έσχατη της
δύσεως τη νήσο έφθασες,
για να καταβροχθίζει
διακόσια και τριακόσια
τούτη η γαμημένη
πούτσα σας;
Τι είναι τούτο αν
όχι ολέθρια απλοχεριά;
Μήπως δεν όργωσε
ή δεν ντερλίκωσε αρκετά;
Πρώτα τα πατρικά
αγάθα τα ξεκοκκάλισε,
ύστερα έφαγε τα
λάφυρα του Πόντου, τρίτη
την Ισπανία, που
ο χρυσοφόρος Τάγος την ποτίζει:
Τώρα φόβος για τη
Γαλλία και την Αγγλία υπάρχει.
Τι διάολο τον
καλοπιάνετε ετούτον; Ή μήπως είναι
ικανός σε
τίποτα εκτός απ’
το να μασουλά κληρονομιές γαρνιρισμένες;
Για πάρτη του, ω
άνδρες δικαιότατοι της πόλης,
γαμπρέ και
πεθερέ, τα καταστρέψατε όλα;